Χρώματα ειδικών εφέ: μια οικολογική εναλλακτική στην εξάντληση των φυσικών πόρων. ―
Μία κυρίαρχη τάση στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό, ειδικά μετά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, είναι τα υλικά να αφήνονται στη «φυσική» τους μορφή και να τη δείχνουν. Αυτή η αισθητική προσέγγιση αποκτά ακόμα και ηθική διάσταση, μιλώντας για «ειλικρίνεια» στην κατασκευή. Το «γυμνό» γίνεται αντιληπτό ως «αληθινό» και η αιτιολόγηση της συγκεκριμένης αισθητικής επιλογής γίνεται με ψυχολογικούς όρους ενσυναίσθησης: το να αισθανόμαστε ότι καταλαβαίνουμε τα υλικά από τα οποία είναι φτιαγμένη μία αρχιτεκτονική κατασκευή, ή τον τρόπο με τον οποίο αυτά στέκονται, μας φέρνει σε σχέση μαζί της και αυτού του είδους η κατανόηση αποκτά αισθητική σημασία.
Μια τέτοια θεώρηση της αρχιτεκτονικής, όμως, δεν είναι και η μόνη. Πολύ συχνά στην ιστορία, η ορατή επιφάνεια των κτιρίων σχεδιάζεται για να κάνει μία συγκεκριμένη εντύπωση, μέσα από ειδικά επεξεργασμένα υλικά, πολυτελέστερα, ομορφότερα ή ανθεκτικότερα, ενώ το υπόβαθρο απλώς στηρίζει αυτή την επένδυση. Χαρακτηριστικές είναι θεωρίες όπως του Gottfried Semper, ο οποίος αντιλαμβανόταν την αρχιτεκτονική ως «ρούχο» με μοτίβα που κρέμεται πάνω σε έναν σκελετό και μεταδίδει νόημα μέσα από τις μορφές του. Σε παρόμοια λογική, ο ίδιος εντόπισε παραδείγματα υλικών που σχεδιάζονται εξαρχής ώστε να μοιάζουν με κάτι άλλο. Χαρακτηριστικά είναι τα μορφολογικά στοιχεία των πέτρινων Δωρικών Ελληνικών ναών, οι οποίοι, σε μια προηγούμενη εκδοχή τους, ήταν – κατά τεκμήριο – ξύλινοι: τα μορφολογικά στοιχεία που είχαν προκύψει από τις ανάγκες της ξύλινης κατασκευής, μεταφέρθηκαν στην πέτρινη, σαν να ήταν αυτόνομα από το υλικό τους. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά κτίρια του Δυτικού κανόνα στην αρχιτεκτονική (το οποίο, μάλιστα, στέκει ως υπόδειγμα τελειότητας στον σχεδιασμό και την εκτέλεση) είναι μια πέτρινη, ανθεκτική κατασκευή η οποία μιμείται μια ξύλινη, πιο εύφλεκτη και φθαρτή, για λόγους συνέπειας προς την παράδοση.
Στις μέρες μας η αναζήτηση της «καταγωγής» των μορφών στην αρχιτεκτονική έχει μάλλον υποχωρήσει, όμως είναι πολύ μεγάλης σημασίας άλλες παράμετροι, όπως η οικολογική διάσταση του κτιρίου ή η «ένταξη» σε ένα δεδομένο αστικό τοπίο με ιστορικό χαρακτήρα. Η τεχνολογία του αρχιτεκτονικού χρώματος προφανώς ανταποκρίθηκε σε αυτή την ανάγκη, παράγοντας επικαλύψεις πούδρας με ειδικά εφέ, οι οποίες να εφαρμόζονται πάνω σε μεταλλικές επιφάνειες για να δίνουν την εντύπωση πέτρας. Οι υπερανθεκτικές πούδρες Interpon της συλλογής Stone Effect έχουν αναπτυχθεί ώστε να παρέχουν φινιρίσματα ιδιαίτερης αισθητικής, ως οικολογική εναλλακτική στο μπετόν, στις πέτρες Portland, στον ασβεστόλιθο ή το τούβλο. Οι συγκεκριμένες πούδρες βαφής ειδικών εφέ έχουν μεγάλη ποικιλία στην απόχρωση και την εντύπωση πατίνας, διαθέτοντας όλα τα πλεονεκτήματα του συστήματος Interpon D2525.
Ενώ τα παραδοσιακά οικοδομικά υλικά, όπως το οπλισμένο σκυρόδεμα με υαλόνημα (GRC), το προκατασκευασμένο μπετόν και η φυσική πέτρα είναι βαριά, ακριβά, δύσκολα στην τοποθέτηση και γερνούν άσχημα εξαιτίας της έκθεσής τους στις περιβαλλοντικές συνθήκες, οι πούδρες Interpon D Stone Effect έχουν όλα τα πλεονεκτήματα της πούδρας βαφής ενώ δίνουν εκπληκτικά φυσική εντύπωση. Μένουν ανεπηρέαστες από την παλαίωση, είναι ανθεκτικές και οικονομικότερες σε σχέση με την αγορά και τοποθέτηση φυσικής πέτρας. Επιπλέον, είναι οικολογικές, καθώς δεν χρειάζεται να αφαιρούνται πλέον μεγάλα κομμάτια πέτρας από τα λατομεία.
Με λίγα λόγια: Η κατασκευή είναι ελαφρότερη, ταχύτερη, φθηνότερη, ευκολότερη και περισσότερο φιλική προς το περιβάλλον. Επίσης, δίνει στους αρχιτέκτονες μεγαλύτερη ευελιξία στον σχεδιασμό ώστε το έργο να ξεχωρίζει.