M

Στρατηγικές ένταξης: Οι αρχιτέκτονες PILA σχεδιάζουν τη νέα όψη του Πύργου Πειραιά. ― 

Κερδίζοντας το πρώτο βραβείο σε διεθνή διαγωνισμό με πρόσκληση για τον επανασχεδιασμό της πρόσοψης του Πύργου Πειραιά, το γραφείο PILA μετατρέπει τον πύργο σε ένα δυναμικό τοπόσημο που συνδιαλέγεται με την καθημερινή ζωή της πόλης αλλά και ολόκληρο το Λεκανοπέδιο, συνθέτοντας την πολύ μικρή με την πολύ μεγάλη κλίμακα μέσα από μία ενιαία στρατηγική.

Η προτεινόμενη όψη αποτελείται από ένα σύστημα σκίασης κατακόρυφων και οριζόντιων περσίδων, το οποίο τυλίγει τον όγκο του Πύργου. Κάθε κατακόρυφη περσίδα μετατοπίζεται οριζόντια από τον ένα όροφο στον άλλο, δημιουργώντας ένα μοτίβο σπείρας που τυλίγεται γύρω από το κτίριο. Το μοτίβο φαίνεται να ολισθαίνει απαλά από τη μία πρόσοψη στην άλλη, δίνοντας την εντύπωση ενός τεράστιου πέπλου που ντύνει τον Πύργο και δημιουργώντας παράλληλα μια δυναμική οπτική εμπειρία που μεταμορφώνεται συνεχώς, ανάλογα με τις γωνίες θέασης από τον παρατηρητή. Η προσέγγιση αυτή επιτρέπει την ιδιαίτερη επεξεργασία των όψεων, ανάλογα με τις απαιτήσεις προσανατολισμού, ενώ ταυτόχρονα διασφαλίζει μια ενοποιημένη αντίληψη του όγκου. Για να τονιστεί περαιτέρω η κίνηση της πρόσοψης, οι κατακόρυφες περσίδες περιστρέφονται καθώς ανεβαίνουν προς την κορυφή της δομής. Η περιστροφή των περσίδων έχει σχεδιαστεί για να βελτιστοποιεί την απόδοση σκίασης του κτιρίου και να ενισχύει την πανοραμική θέα του. Οι περσίδες των νοτιοδυτικών και νοτιοανατολικών προσόψεων περιστρέφονται, για να προσφέρουν ανεμπόδιστη θέα στο νερό και το λιμάνι, ενώ οι περσίδες των βορειοδυτικών και βορειοανατολικών όψεων προσανατολίζονται προς το κέντρο της Αθήνας.

Ο σχεδιασμός του συστήματος σκίασης είναι αποτέλεσμα μιας φιλόδοξης στρατηγικής βιωσιμότητας και εξοικονόμησης ενέργειας. Μετά από μια σχολαστική ηλιακή μελέτη, οι κάθετες και οριζόντιες περσίδες του Πύργου σχεδιάστηκαν έτσι ώστε να μειώνουν την ηλιακή έκθεση των όψεων κατά 50%, με αποτέλεσμα την εκτιμώμενη μείωση κατά 20% των συνολικών ενεργειακών απαιτήσεων.

Τα πλεονεκτήματα τα οποία επιτυγχάνει η πρόταση σε επίπεδο ένταξης στην πόλη είναι αναμφισβήτητα: Ο Πύργος, χωρίς να χάνει την ταυτότητά του ως ψηλό κτίριο, αποκτά πιο «μαλακές» γωνίες και ο ρυθμός της επεξεργασίας του ταιριάζει με τη μικροκλίμακα των κτιρίων της περιοχής του. Η πρόταση, πέρα από μία ευρηματική γεωμετρία και στοιχεία βιωσιμότητας, εισάγει επίσης σε επίπεδο προθέσεων και τη διάσταση του χρώματος, που απαιτεί ξεχωριστή μελέτη. Μια και ο πύργος βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα, το σύστημα αλουμινίου της όψης θα πρέπει υποχρεωτικά να προστατευθεί με κάποιο υπερανθεκτικό χρώμα (5 years test Florida) που θα ανταποκριθεί στην επιθετική ηλιακή ακτινοβολία από τον παραθαλάσσιο περιβάλλοντα χώρο, διατηρώντας την απόχρωση και γυαλάδα αναλλοίωτα για πολλά χρόνια, με αποδεδειγμένες επιδόσεις 30ετίας σε κτίρια σε όλον τον κόσμο (Akzo Nobel project guarantees). Η τονικότητα των περσίδων μοιάζει με το υπόλευκο χρώμα που, αφαιρετικά, ταιριάζει με το χτισμένο τοπίο ολόκληρου του Λεκανοπεδίου. Η γεωμετρία τους είναι γωνιώδης, επομένως θα μπορούσαν τα εφέ του φωτός και της σκιάς να ανδειχθούν ακόμα πιο έντονα με ένα πυκνό, ματ υπόλευκο ή γκρι. Μια και είναι όμως εξίσου σημαντική η θέα που προσφέρουν από το εσωτερικό του κτιρίου, απ΄όπου θα φαίνονται σε πολύ κοντινή απόσταση, οι αρχιτέκτονες θα μπορούσαν να σκεφτούν ακόμα και κάποια ειδικά μεταλλικά εφέ, ειδικά εφόσον οι ακμές έχουν ελαφριά καμπύλωση. Τότε, οι επισκέπτες του κτιρίου θα είχαν ακόμα πιο έντονη διάδραση με την όψη από το εσωτερικό της, μια και οι μικροί μεταλλικοί κόκκοι κάνουν ακόμα πιο έντονη την εντύπωση της πρόσπτωσης του ήλιου πάνω στις μεταλλικές επιφάνειες, καθώς κανείς κινείται: Σε μικροκλίμακα, η χρωματισμένη επιφάνεια γίνεται ένα ζωντανό αντικείμενο που διαρκώς αλλάζει.

Ο Πύργος του Πειραιά είναι το ψηλότερο κτίριο στο λιμάνι του Πειραιά και το δεύτερο ψηλότερο στην Ελλάδα, μετά τον Πύργο της Αθήνας. Με ύψος 84 μέτρα, η παρουσία του κυριαρχεί στην εικόνα του λιμανιού για 44 χρόνια. Ο αρχικός Πύργος σχεδιάστηκε από τους αρχιτέκτονες Ι. Βικέλα, Γ. Μολφέση και Αλ. Λοΐζο και ολοκληρώθηκε το 1975, αλλά το εσωτερικό του δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ εκτός από τους τρεις πρώτους ορόφους. Αναμένουμε με μεγάλη ανυπομονησία την ολοκλήρωσή του, τόσο για το πολύ μεγάλο ενδιαφέρον της όψης του όσο και για την παρακαταθήκη που αφήνει για ολόκληρη την Αθήνα και τα σημαντικά ψηλά κτίρια που έρχονται στο άμεσο μέλλον.