Το χρώμα ως συνθετικό στοιχείο της μοντέρνας αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα ―
Στα πλαίσια της ερευνητικής της εργασίας στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Πολυτεχνείου Κρήτης, η Αμαλία Ματιάτου μελέτησε τον ρόλο του χρώματος στην πρόσληψη που είχε η μοντέρνα αρχιτεκτονική στην Ελλάδα. Τη δεκαετία του ’30 και του ‘60, όταν βρισκόταν στα πράγματα μία εξαιρετική δημιουργική γενιά αρχιτεκτόνων, η μοντέρνα αρχιτεκτονική γινόταν αντιληπτή ως κάτι που ερχόταν από «αλλού» και γινόταν γνωστή κυρίως μέσα από ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Μέσα από τη συνεργασία αρχιτεκτόνων και εικαστικών, η αρχιτεκτονική παραγωγή στην Ελλάδα χρησιμοποίησε το χρώμα ως μέσο για να βοηθήσει την «ένταξη» μοντέρνων προτύπων στο δεδομένο φυσικό και πολιτιστικό τοπίο της χώρας. Η έρευνα, που βρίσκεται δημοσιευμένη αναλυτικά στη βάση δεδομένων του Πολυτεχνείου Κρήτης, πραγματοποιήθηκε με την επίβλεψη της Καθηγήτριας Αμαλίας Κωτσάκη. Εδώ ακολουθεί περίληψη των βασικών υποθέσεων και ευρημάτων, με εικονογράφηση από το ψηφιοποιημένο αρχειακό υλικό που χρησιμοποιήθηκε ως τεκμηρίωση για την έρευνα και βρίσκεται σε φυσικά αντίγραφα στα Αρχεία Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής του Μουσείου Μπενάκη.
Στη σημερινή εποχή, η χρήση χρώματος δεν συνδέεται κατά κύριο λόγο με κάποια βαθύτερη ανάγκη για συμβολική, υποκειμενική ή νοητική ερμηνεία, ούτε με την ανάδειξη της γεωμετρίας των στοιχείων ενός κτιρίου. Τα παραδείγματα έντονων χρωματικών επιλογών στην αρχιτεκτονική είναι λιγοστά και μάλιστα η χρήση χρώματος βασίζεται κυρίως στην ανάγκη απόδοσης μιας αισθητικής.
Ωστόσο το χρώμα εμφανίζεται από την προϊστορική εποχή αποτελώντας όχι μόνο αισθητική αλλά και κοινωνική ανάγκη. Στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας της αρχιτεκτονικής κατέχει μείζονα σημασία, με εξαίρεση το μοντέρνο κίνημα, όπου η απουσία χρώματος εξέφραζε συγκεκριμένους εκπροσώπους αυτού, όπως ο Adolf Loos, και οι οποίοι υποστήριζαν ότι ένα καλά σχεδιασμένο κτίριο δεν έχει ανάγκη το χρώμα. Ακόμα και στο μοντέρνο κίνημα όμως, αντίθετα στην τάση κυριαρχίας του λευκού, εμφανίζονται σημαντικές «οάσεις» χρώματος, με παραδείγματα σε ανώνυμη και επώνυμη αρχιτεκτονική. Από νωρίς η Σχολή Bauhaus, δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο χρώμα, αποσκοπώντας στη δημιουργία ενιαίου αρχιτεκτονικού χώρου με τη συνεργασία αρχιτεκτονικής, ζωγραφικής και γλυπτικής. Το αρχιτεκτονικό χρώμα σε σχέση με την ελληνική φύση δεν λειτουργεί ανεξάρτητα από το φως. Στον έντονο ελληνικό ήλιο χρειάζεται το χρώμα για να μην μας τυφλώνει το φως – είτε με το φυσικό χρώμα του υλικού, όπως το γκρι του εμφανούς σκυροδέματος ή το καφέ της πέτρας, είτε με τη βαφή.
Η επίσημη εφαρμογή του μοντέρνου και παράλληλα η εισαγωγή και οι πρώτοι πειραματισμοί στα χρώματα του μοντέρνου στην αρχιτεκτονική της Ελλάδας, στην Αθήνα γίνεται την περίοδο του μεσοπολέμου, τη δεκαετία ’30-’40 και μεταπολεμικά το χρονικό διάστημα ’50-’65. Όσον αφορά τους αρχιτέκτονες του μεσοπολέμου, αν και μοντέρνοι οι περισσότεροι, ήταν συμβατικοί και προβλέψιμοι στο πώς χρησιμοποιούσαν τις διεθνείς επιρροές. Ωστόσο υπήρχαν και κάποιοι που επιχείρησαν να παρεκκλίνουν, όπως είναι ο Δημήτρης Πικιώνης, Νίκος Μητσάκης, και Κυριάκος (Κυριακούλης) Παναγιωτάκος. Στην μεταπολεμική περίοδο το χρώμα έρχεται και αντικαθιστά το παλαιό «αρχοντικό», «σπασμένο» λευκό. Και σε αυτήν την περίοδο, υπάρχουν αρχιτέκτονες που είναι πρωτοπόροι ως προς τη χρήση χρώματος, πειραματίζονται με αυτό και τολμούν την ένταξη του στα έργα τους. Σε αυτούς ανήκουν ο Νίκος Βαλσαμάκης, Κωνσταντίνος Δεκαβάλλας, Γιάννης Λιάπης και Δημήτρης Φατούρος. Παράλληλα, σε επώνυμα κτίρια, κυρίως της εποχής του μεσοπολέμου, έχει διαπιστωθεί ότι υπήρξε συνεργασία αρχιτεκτόνων με ζωγράφους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη σύνθεση κτιρίων με μεγάλο χρωματικό ενδιαφέρον και παράλληλα την ανάδειξη της ογκοπλασίας τους. Οι ζωγράφοι με τους οποίους υπήρχε πιο έντονη αλληλεπίδραση είναι οι Κωνσταντίνος Παρθένης, Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Σπύρος Παπαλουκάς και Φώτης Κόντογλου.
Οι επιρροές των Ελλήνων αρχιτεκτόνων που χρησιμοποιούν χρώματα κατά την περίοδο του μοντερνισμού, το χρωματολόγιο από το οποίο αντλούνται τα χρώματα καθώς και η γεφύρωση του μοντερνισμού με το νεοκλασικισμό και την ελληνική παράδοση, είναι ερωτήματα που επιχειρεί να απαντήσει η μελέτη των έργων των δύο αυτών περιόδων.
Πηγές φωτογραφικού υλικού:
Νικόλαος Μητσάκης:
https://www.benaki.org/index.php?option=com_collections&view=creator&id=119&collectionId=23&Itemid=162&lang=el
Δημήτρης Πικιώνης:
https://www.benaki.org/index.php?option=com_collections&view=creator&id=119&collectionId=23&Itemid=162&lang=el
Κωνσταντίνος Δεκαβάλλας:
http://domesindex.com/buildings/anoikodomhsh-santorinhs/
Δημήτρης Φατούρος:
Παπαδόπουλος Λόης, Τσιτιρίδου Σοφία (επιμ.), Φατούρος, Μουσείο Μπενάκη, εκδ. ΔΟΜΕΣ, Αθήνα, 2009