Εθνικό Στάδιο του Πεκίνου: Μία χαλύβδινη «φωλιά» με τις πούδρες βαφής μας ―
Η AkzoNobel είναι αξιόπιστος συνεργάτης σε πρωτοποριακά κτιριακά έργα σε ολόκληρο τον κόσμο. Το Εθνικό Στάδιο του Πεκίνου είναι από τα πιο αγαπημένα έργα όπου έχουμε συμμετέχει, προστατεύοντας και διακοσμώντας τις μεταλλικές του επιφάνειες με πούδρες βαφής Interpon. Το συγκεκριμένο κτίριο, όπου ο εξαιρετικά σύνθετος μεταλλικός σκελετός γίνεται ταυτόχρονα όψη και εσωτερικός χώρος, έγινε τοπόσημο και σημείο αναφοράς πριν καν ολοκληρωθεί η κατασκευή του, καθώς οι άνθρωποι του Πεκίνου του έβγαλαν το χαϊδευτικό όνομα «Φωλιά πουλιού», περιμένοντας να ολοκληρωθεί στην ώρα του για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2008.
Το κτίριο σχεδιάστηκε από το κορυφαίο αρχιτεκτονικό γραφείο Herzog & de Meuron, σε στενή συνεργασία με τον Κινέζο εικαστικό Ai Weiwei, ο οποίος ήταν καλλιτεχνικός σύμβουλος στο έργο. Οι Herzog & de Meuron ήταν ήδη διάσημοι για τον σχεδιασμό των όψεων στα κτίριά τους, οι οποίες έφταναν τις εκφραστικές τους δυνατότητες στα άκρα, ενώ ο Ai Weiwei ήταν πασίγνωστος για τη δημιουργική του επανερμηνεία Κινεζικών πολιτιστικών αναφορών, με αποτέλεσμα μία ισχυρή οπτική γλώσσα. Ο σχεδιασμός, που αντλεί την έμπνευσή του από τα κινέζικα κεραμικά, εφαρμόζει χαλύβδινα στοιχεία με σκοπό να κρύψει τις στηρίξεις της κινητής οροφής, η οποία ήταν προδιαγραφή της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, αποκτώντας έτσι την εμφάνιση «φωλιάς πουλιού». Η κινητή οροφή, κατά τη διάρκεια του σχεδιασμού, καταργήθηκε για λόγους ασφαλείας, έχοντας όμως προσδώσει ήδη στο κτίριο την πιο χαρακτηριστική του εντύπωση. Η θεμελίωση έγινε στις 24 Δεκεμβρίου 2003 ενώ το στάδιο εγκαινιάστηκε επίσημα στις 28 Ιουνίου 2008.
Το Εθνικό Στάδιο βρίσκεται σε ένα ήπιο ύψωμα στο κέντρο του Ολυμπιακού Συγκροτήματος, στα βόρεια του Πεκίνου. Η τοποθεσία του προβλεπόταν ήδη από το master plan. Η πιο σημαντική αρχή του σχεδιασμού ήταν να κατασκευαστεί ένα κτίριο που να λειτουργεί και μετά το πέρας των Ολυμπιακών Αγώνων του 2008, δηλαδή να δημιουργηθεί ένας νέος αστικός προορισμός για να επεκτείνει τον δημόσιο χώρο και τις κοινόχρηστες λειτουργίες στη συγκεκριμένη μεριά της πόλης. Είναι σημαντικό ότι, οι ίδιοι οι κάτοικοι, έδωσαν στο Στάδιο το όνομα «Φωλιά Πουλιού», ήδη από τα πρώιμα στάδια της κατασκευής, δηλαδή το είχαν οικειοποιηθεί ως δημόσιο κτίριο προτού καν αυτό φύγει τελείως από το σχεδιαστήριο.
Από απόσταση, το Στάδιο μοιάζει με γιγάντιο, συλλογικό σχήμα, σαν δοχείο με κυματιστή κορυφογραμμή που ακολουθεί τους κυματισμούς των κερκίδων για τους θεατές στο εσωτερικό του. Από αυτή την απόσταση, μπορεί κανείς να παρατηρήσει καθαρά όχι μόνο το καμπυλόμορφο σχήμα του κτιρίου αλλά επίσης το πλέγμα του σκελετού, που περιβάλλει το κτίριο αλλά μοιάζει και σαν να το διαπερνά. Αυτό που, από μακριά, μοιάζει σαν γεωμετρικά καθαρή και ορθολογική κατανομή γραμμών, διαλύεται όσο κανείς πλησιάζει και τελικά διασπάται σε μεγάλα, ανεξάρτητα τμήματα. Αυτά, μοιάζουν με χαοτικό πλέγμα από υποστηλώματα, δοκάρια και σκάλες, σχεδόν σαν τεχνητό δάσος.
Σε αυτόν τον πολύπλοκο χώρο, οι επισκέπτες συγκεντρώνονται σε εστιατόρια, bar, ξενοδοχεία και καταστήματα, ή πάνω στις πλατφόρμες και τις αλληλοτεμνόμενες οριζόντιες, διαγώνιες και κάθετες προσβάσεις. Αυτός ο χώρος, που αγκαλιάζει το εσωτερικό του σταδίου, είναι μαζί όψη, σκελετός, διακόσμηση και δημόσιος χώρος. Γίνεται το συνδετικό στοιχείο ανάμεσα στην πόλη και το στάδιο και, την ίδια στιγμή, ένας αυτόνομος αστικός χώρος. Εδώ είναι που βρίσκεται και η δυναμική του έργου: στόχος είναι να μην περιοριστεί η λειτουργία του σε ένα, μόνο, μεγάλο αθλητικό γεγονός, αλλά, ως ενδιάμεσος χώρος, να μετατραπεί σε νέο είδος αστικού δημόσιου χώρου, που προσκαλεί τους επισκέπτες να περιπλανηθούν, να συναντηθούν και να απολαύσουν τη συντροφικότητα.
Οι γεωμετρίες της βάσης και του σταδίου ενώνονται σε μία ενιαία έκφραση, σαν δέντρο με τις ρίζες του. Οι πεζοί κινούνται σε ένα πλέγμα από ήπιες λιθόστρωτες διαδρομές που επεκτείνουν τη δομή του σταδίου πάνω στο έδαφος. Οι χώροι ανάμεσα στις διαδρομές φιλοξενούν εξυπηρετήσεις: βυθισμένους κήπους, πέτρινες πλατείες, κήπους με μπαμπού, τοπία από πετρώματα και ανοίγματα προς τη βάση. Ήπια, σχεδόν ανεπαίσθητα, το έδαφος της πόλης ανασηκώνεται και δημιουργεί τη βάση του σταδίου. Η είσοδος, επομένως, βρίσκεται σε ελαφριά υπερύψωση, επιτρέποντας την πανοραμική θέα ολόκληρου του Ολυμπιακού συγκροτήματος.
Η αίσθηση του χώρου του σταδίου είναι υπερσύγχρονη και ριζοσπαστική, ενώ την ίδια στιγμή παραμένει απλή και σχεδόν πρωτόγονα άμεση. Η εμφάνιση είναι ένας σκέτος οικοδομικός σκελετός, όψη και κατασκευή ταυτίζονται. Τα δομικά στοιχεία αλληλοϋποστηρίζονται και συγκλίνουν σε έναν ιδιότυπο χωροκάναβο, μέσα στον οποίο οι όψεις, τα κλιμακοστάσια, το κοίλο του γηπέδου και η οροφή ενσωματώνονται. Για προστασία από τη βροχή, τα κενά του κανάβου πάνω από το κοίλο πληρώνονται με διαφανή μεμβράνη, με τον ίδιο τρόπο που τα πουλιά γεμίζουν τους χώρους ανάμεσα στα κλαδιά. Καθώς όλες οι εξυπηρετήσεις – εστιατόρια, σουίτες, καταστήματα και WC – είναι αυτόνομες ενότητες, δίνεται η δυνατότητα η όψη να μην είναι πλήρης και συμπαγής σε όλη της την έκταση. Αυτό επιτρέπει τον φυσικό αερισμό του σταδίου, που είναι και η σημαντικότερη παράμετρος του βιοκλιματικού σχεδιασμού του.
Το στάδιο μετατρέπεται σε ένα μεγάλο, συλλογικό δοχείο, που κάνει αξέχαστη εντύπωση, τόσο από απόσταση όσο και από κοντά. Στο εσωτερικό, ένα ισομερώς σχεδιασμένο κοίλο προκαλεί ενθουσιασμό στους θεατές και τους αθλητές. Για τη δημιουργία μιας ομοιόμορφης και αβίαστης εντύπωσης, τα καθίσματα έχουν ελάχιστα κενά μεταξύ τους ενώ η ακουστική οροφή κρύβει τον σκελετό, ώστε να οδηγεί την προσοχή των θεατών στο γήπεδο. Τελικά, το ανθρώπινο πλήθος είναι αυτό που δίνει το σχήμα της στην αρχιτεκτονική.