Οι Sauerbruch-Hutton ντύνουν το Μουσείο του 20ού Αιώνα στα χρώματα της Βενετίας. ―
Το Μουσείο του 20ού Αιώνα, στο Mestre, με αρχιτέκτονες τους Sauerbruch-Hutton, ολοκληρώθηκε τον Δεκέμβριο του 2018. Είναι υπόδειγμα ένταξης σύγχρονου κτιρίου σε ιστορικό κέντρο, στην Terra Ferma, στα περίχωρα της Βενετίας. Η στρατηγική του στηρίζεται στα έντονα χρώματα των κτιρίων της περιοχής, και η εφαρμογή του από τους αρχιτέκτονες γίνεται με πολύ τολμηρό τρόπο.
Το συγκρότημα, συνολικής επιφάνειας 5000τμ, αποτελείται από δύο κτιριακές ενότητες: Το Μουσείο, που αναπτύσσεται σε ισόγειο και τρεις ορόφους, και επίσης, από ένα μικρότερο κτίριο αποκλειστικά για εμπορικές λειτουργίες, που εξασφαλίζουν τη βιωσιμότητα των πολιτιστικών χρήσεων. Μεταξύ τους, υπάρχει πεζόδρομος που οδηγεί σε ένα ανακαινισμένο μοναστήρι με εσωτερική αυλή, στο βάθος του οικοδομικού τετραγώνου. Σε πολεοδομικό επίπεδο, το νέο μουσείο εντάσσεται πολύ καλά, χρησιμοποιώντας τις σχεδιασμένες δημόσιες κινήσεις και την μετρημένη κλίμακα. Η πιο τολμηρή πολεοδομική χειρονομία του, όμως, έχει να κάνει με την επεξεργασία της όψης: Η όψη, εξίσου, ανήκει στον δημόσιο χώρο, και είναι βασικό ζητούμενο του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού.
Οι Sauerbruch-Hutton, με έδρα τους το Βερολίνο, είναι από τους πιο ενδιαφέροντες σύγχρονους μελετητές του αρχιτεκτονικού χρώματος: Έχοντας ως αφετηρία της έρευνάς τους τις νεοκλασικές θεωρίες του Gotfried Semper, μεταχειρίζονται τις όψεις των κτιρίων τους ως ύφασμα που «ντύνει» το σώμα, ή ως μάσκα, που θέλει να αναπαραστήσει το δημόσιο πρόσωπο της αρχιτεκτονικής. Η όψη, δηλαδή, μπορεί να γίνεται αντικείμενο σχεδιαστικά αυτόνομο. Συχνά οι αρχιτέκτονες μεταχειρίζονται στις όψεις τους έντονα χρώματα, ενώ στα εσωτερικά τους προτιμούν τα φυσικά υλικά, για να τονίσουν ακόμα περισσότερο την αυτονομία των στοιχείων της αρχιτεκτονικής σύνθεσης, όπως εκείνοι τα αντιλαμβάνονται.
Στο Mestre, οι αρχιτέκτονες «ντύνουν» τα δύο σύγχρονα κτίρια με μία εντυπωσιακή όψη από κεραμικά στοιχεία, τα οποία είναι χρωματισμένα στις ίδιες ακριβώς αποχρώσεις που έχουν τα επιχρίσματα των ιστορικών κτιρίων της περιοχής: Η όψη του Μουσείου αναπαριστά με αφαιρετικό τρόπο το αρχιτεκτονικό τοπίο του Mestre, και έχει έντονη κινητικότητα: Ο κάναβος των πλακιδίων τοποθετείται υπό γωνία σε σχέση με το επίπεδο του εδάφους, για να τονίσει το προοπτικό βάθος του δρόμου που οδηγεί στο μοναστήρι, αλλά και για να αφήσει την υπόνοια ότι η δημόσια κίνηση συνεχίζεται στο εσωτερικό. Σημειακά, ανασηκώνεται, για να αφήσει εντελώς διαφανές το επίπεδο του ισογείου και μην διακόψει οπτικά τη συνέχεια του δημόσιου χώρου της πόλης. Στην κορυφή του, επίσης, υποχωρεί για να αποκαλύψει τα εντελώς διαφορετικά υλικά του εσωτερικού, που είναι το ανεπίχριστο σκυρόδεμα και η βιομηχανική ξυλεία σε φυσική απόχρωση.
Το «σωμα» του κτιρίου είναι εξίσου όμορφο, όμως ακολουθεί τους δικούς του κανόνες: Η αδρότητα του σκυροδέματος, το οποίο υλοποιείται με εμφανή ξυλότυπο, τονίζεται με τη μελετημένη χρήση του φυσικού φωτός, το οποίο έρχεται κυρίως από ψηλά, ενώ στο κλιμακοστάσιο επίσης μπαίνει από πλάγια. Η φυσική πέτρα της περιοχής και το ξύλο στις επενδύσεις συμπληρώνουν τη λογική ενός κτιριακού σώματος που παραμένει «γυμνό» και κατοικείται στο εσωτερικό του, με όρους ιδιωτικότητας. Το δημόσιο πρόσωπο που θέλει να δείχνει, σχεδιάζεται αυτόνομα, στην όψη.
Το Μουσείο στο Mestre είναι το πιο πρόσφατο δείγμα σε μια σειρά κτιρίων τα οποία σχεδιάζονται στα πλαίσια προσωπικής έρευνας των αρχιτεκτόνων. Το χρώμα, ως εργαλείο επικοινωνίας της αρχιτεκτονικής, από την σχεδιαστική λεπτομέρεια μέχρι την πολεοδομική χειρονομία, διατηρεί εκεί ξεχωριστή θέση.